- πολυχρονίζω
- ΝΜΑ, και πολυχρονάω Νγίνομαι πολύχρονος, ζω πολύ, διαρκώ πολύ χρόνονεοελλ.1. (σε ευχή) παρατείνω τον χρόνο ζωής κάποιου, καθιστώ κάποιον πολύχρονο («η Παναγία να σέ πολυχρονίζει»)2. (μτχ. παθ. παρακμ.) πολυχρονισμένος και πολυχρονεμένοςα) εκείνος στον οποίο εύχοται κανείς να ζήσει πολλά χρόνιαβ) φρ. «πολυχρονεμένε μου...»(στο παρελθόν) δουλική προσηγορία προς ισχυρούςμσν.-αρχ.εύχομαι σε κάποιον μακροβιότητα, μακροημέρευσηαρχ.παρατείνω, επεκτείνω, κάνω κάτι να διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + χρονίζω (< χρόνος), πρβλ. συγ-χρονίζω].
Dictionary of Greek. 2013.